- Οιτόλινος
- Οἰτόλινος, ὁ (Α)επιθανάτιο άσμα προς τιμή τού αρχαίου αοιδού Λίνου.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶτος «μοίρα, πεπρωμένο, θάνατος» + Λίνος, όν. μυθικού αοιδού, «η ωδή τού Λίνου». Πρόκειται πιθ. για ανθρωπωνύμιο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Αίλινος ή Οιτόλινος — Αρχαίο λαϊκό θρηνητικό άσμα (μοιρολόι) για τον τραγικό θάνατο του Λίνου, που κατασπαράχτηκε από σκυλιά σε νεαρότατη ηλικία, το οποίο άρχιζε και τελείωνε με την επίκληση Αΐ Λίνε. Το έψελναν συνήθως νέες στον τρύγο, ίσως από συσχετισμό του ονόματος … Dictionary of Greek
Οἰτολίνου — Οἰτόλινος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οἰτόλινον — Οἰτόλινος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λίνος — Αρχαίο λαϊκό άσμα, συνήθως πένθιμο, με την ονομασία του οποίου πλάστηκε και η μορφή του όμορφου νέου που πέθανε πρόωρα (Λίνος), προς τιμήν του οποίου ψαλλόταν. Βλ. λ. Λίνος· Αίλινος ή Οιτόλινος. * * * Λίνος, ὁ (Α) 1. ονομασία μυθικού αοιδού, γιου … Dictionary of Greek
λίνος — Αρχαίο λαϊκό άσμα, συνήθως πένθιμο, με την ονομασία του οποίου πλάστηκε και η μορφή του όμορφου νέου που πέθανε πρόωρα (Λίνος), προς τιμήν του οποίου ψαλλόταν. Βλ. λ. Λίνος· Αίλινος ή Οιτόλινος. * * * λίνος και λῑνος, ὁ (ΑM) το λίνο αρχ. 1. (κατά … Dictionary of Greek
λινός — Αρχαίο λαϊκό άσμα, συνήθως πένθιμο, με την ονομασία του οποίου πλάστηκε και η μορφή του όμορφου νέου που πέθανε πρόωρα (Λίνος), προς τιμήν του οποίου ψαλλόταν. Βλ. λ. Λίνος· Αίλινος ή Οιτόλινος. * * * ή, ό (Μ λινός, ή, όν) 1. κατασκευασμένος,… … Dictionary of Greek